Το Flamenco, παρόλο που γνώρισε άνθιση στην Ισπανία, προέρχεται από έναν ινδικό, νομαδικό λαό που μετανάστευσε στην Ισπανία τον 15ο αιώνα.
Στη νέα τους πατρίδα οι Ινδοί μετανάστες συγκεντρώθηκαν και περιορίστηκαν σε γκέτο και, παρ' όλο που αυτά τα μέτρα ήταν σκληρά, συνέχισα τη διατήρηση των παραδοσιακών ινδικών χορών και ασμάτων.
Αν και η προέλευση της ονομασίας του χορού δεν είναι γνωστή, η λέξη «Flamenco» ταυτίστηκε με τη λέξη «τσιγγάνος», επειδή έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι τους ινδούς μετανάστες οι οποίοι ζητιάνευαν.
Η ισπανική κοινότητα ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική κουλτούρα των τσιγγάνων το 1782 όταν ο βασιλιάς της Ισπανίας παραχώρησε κάποια δικαιώματα και ελευθερίες στους τσιγγάνους. Οι ντόπιοι υιοθέτησαν τη μουσική και τους χορούς των τσιγγάνων στους οποίους πρόσθεσαν το πάθος, τον ερωτισμό και τον δυναμισμό που χαρακτηρίζουν το ισπανικό ταμπεραμέντο.
Το Flamenco έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα με τη διοργάνωση γιορτών όπου χορευόταν αποκλειστικά ο συγκεκριμένος χορός. Άνθισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας στα μέσα του 19ου αιώνα στον οποίο προστέθηκε το τραγούδι και η κιθάρα. Αρχικά το φλαμένκο, ως το τραγούδι των φτωχών και των εξορισμένων, δεν παρουσιαζόταν σε κοινό που πλήρωνε αλλά σε υπαίθριες εκδηλώσεις.
Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή, η οποία δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που πολλοί μη τσιγγάνοι διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα ‘προνόμιο’ των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Οι ανατολίτικες αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά και μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει μέσα στα όρια της παραδοσιακής φόρμας.
No comments :
Post a Comment